- ζευγίζω
- ζευγίζω (Α) [ζεύγος]συνδέω κατά ζεύγη κάτω από τον ίδιο ζυγό, ενώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζευγίζω — yoke in pairs pres subj act 1st sg ζευγίζω yoke in pairs pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζευγίσω — ζευγίζω yoke in pairs aor subj act 1st sg ζευγίζω yoke in pairs fut ind act 1st sg ζευγίζω yoke in pairs aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐζευγίσμεθα — ζευγίζω yoke in pairs plup ind mp 1st pl ζευγίζω yoke in pairs perf ind mp 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐζευγίσθησαν — ζευγίζω yoke in pairs aor ind pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζεύγος — το (AM ζεῡγος) 1. δύο πρόσωπα, ζώα ή πράγματα που λαμβάνονται ως ένα (α. «ὀχυρὸν ζεῡγος Ἀτρείδαιν» οι δύο γιοι τού Ατρέως Αγαμέμνων και Μενέλαος, Αισχύλ. β. «ἐφόρτωσεν... πέντε ἢ ἓξ ζεύγη ὀρνίθων», Παπαδ.) 2. δύο πρόσωπα ή ζώα διαφορετικού φύλου… … Dictionary of Greek